νοβαλζίνη

νοβαλζίνη
η
βλ. νοβαλγίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοβαλγίνη — και νοβαλζίνη, η (φαρμ.) κατατεθειμένη ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που περιέχει ως δραστική ουσία ένα παράγωγο τής πυραζολόνης και χρησιμοποιείται ως αναλγητικό, αντιπυρετικό και σπασμολυτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nοvalgine …   Dictionary of Greek

  • αναλγητικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του άλγους, δηλαδή του πόνου. Τα α. είναι διαφόρων κατηγοριών. Τα ειδικά α. είναι φάρμακα που με τις ενέργειές τους είτε εμποδίζουν τις αλγογόνες ουσίες να ερεθίσουν τις νευρικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”